Χρήστης:Flyax/ζήτηση/ουδέτερα ουσιαστικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

όπως το πρόσωπο[επεξεργασία]

αγελαδοστάσιο, αιθάνιο, αιθουσολόγιο, αίμαρθρο, ακετυλένιο, ακετύλιο, αλίπεδο, άλλαντα, αλόφυτο, αμμώνιο, αμνοερίφια, αμφίστυλο, αναστασιματάριο, αναχωρητήριο, ανεμόστροφο, Ανθεστήρια, ανθρακεμπόριο, ανθρωπωνύμιο, αντιβράχιο, αντιένζυμο, αποξηραντήριο, αποφυλακιστήριο, αρθρόποδα, αρκεβούζιο, αρχειοφυλάκιο, άτοπο, Βαλκάνια, βαπτιστήριο, βαρίδιο, βολτόμετρο, βολφράμιο, γαστροσκόπιο, γλυκίδιο, Γόμορα, γραμμοάτομο, γραμμομόριο, γυμνάσια, δανειστήριο, δευτέριο, Δημήτρια, διαζευκτήριο, διαλυτήριο, διαμονητήριο, διάσημο, διάτομα, δίοικα, Διονύσια, διοριστήριο, διπλόγραφο, διώβολο, διώνυμο, δοσίμετρο, δροσόμετρο, δροσόφυλλα, δωρητήριο, εγκλισιόμετρο, έδικτο, Ειρμολόγιο, Εισόδια, εκδοτήριο, εκκλησιαστήριο, εκκολαπτήριο, εκτημόριο, έλαστρο, ελλοβόκαρπα, εμβατίκια, εμπύριο, εμφιαλωτήριο, ενδοπαράσιτο, ενδυματολόγιο, ενταλτήριο, εντρόπιο, εξάνιο, εξωκάρπιο, εορτοδρόμιο, επαγώγιμο, επιγάστριο, επιγονάτιο, επικάρδιο, επικάρπιο, επίκρανο, επιλεγόμενα, επιμάνικα, επίσωτρο, επιτόνιο, επιφαινόμενο, επίφυλλο, επίφυτα, έπταθλο, επτάνιο, επύλλιο, έργιο, εσωράχιο, ευαγγελιστάριο, ευδιόμετρο, εύρετρα, εφίππιο, εφύμνιο, εχινόδερμο, εωσινόφιλα, ήλιον, θέσμιο, Θεσμοφόρια, ιματίδιο, ιππάριο, Ίσθμια, ισότοπο, κακωδύλιο, κάμβιο, καμινευτήριο, καντόνιο, καταπότιο, καψύλιο, κιβώριο, κοπτήριο, Κοράνιο, λαπαροσκόπιο, λεπιδοβράγχια, λεπτοκάρυο, λευκαντήριο, λιπίδιο, μακρομόριο, μεθύλιο, μειράκιο, μέλαθρο, μεσονύκτιο, μητρώνυμο, μικρεμπόριο, μικροαντικείμενο, μικροέπιπλο, μίσθιο, μόδιο, μοναστήριο, μονύελο, ναρκωδολάριο, νεκροστάσιο, νευρόπτερα, ξηραντήριο, οκτάνιο, Ολύμπια, ορθόπτερα, όστρεο, ουκάζιο, πάλλιο, πανελλήνιο, πανωκαλήμαυκο, παράζωα, παρελκόμενο, παρεμπόριο, παρήλιο, πεντηκοστάριο, περιφάκιο, πιλοτήριο, πολυχρόνιο, ποτάσιο, πριστήριο, πρόθυρα, προπύλαια, πρυμνήσια, πρωτόζωα, πρωτοξείδιο, Πύθια, πύραυνο, ρεόφιλα, ρινίδιο, σκιάδιο, Σόδομα, στρωματίδιο, συγχωρητήριο, συμπέταλα, συμφραζόμενα, συνένζυμο, συσκευαστήριο, ταυροκαθάψια, τέιο, τεκταινόμενα, τερψιλαρύγγια, τετραευαγγέλιο, τριγλυκερίδια, τριτημόριο, τριχίδιο, τυφέκιο, υαλοστάσιο, ύπτιο, φύλακτρα, χρωματολόγιο, ψέλιο, ωμόμετρο, ωοκύτταρο, ωρομίσθιο

όπως το πρόβατο[επεξεργασία]

αισθησιόμετρο, ακρόστιχο, ακροστόλιο, αλλόμορφο, ανάβαθρο, αναβατόριο, ανακουφιστήριο, ανθρακασβέστιο, ανθρακένιο, άπεργο, αρτιοδάκτυλα, αυτόματο, βημόθυρο, γουνεμπόριο, δισεκατατομμύριο, δρώμενο, Δωδεκαήμερο, εκατοστόγραμμο, ελεβατόρι, εξαποστειλάριο, εξαπτέρυγο, ζωόφυτο, ημιαξόνιο, καυσόξυλα, κινηματοθέατρο, κλισίμετρο, λαναριστήριο, λεμφογάγγλιο, λέπυρο, λιπαντήριο, λουδοβίκειο, μάργαρο, μαστόδοντα, μεγαλυνάριο, μισόφωνο, οστρακόδερμο, παλισάνδρη, πάρεργο, πασχάλιο, περιττοδάκτυλα, πολυαιθυλένιο, πολυαμίδιο, πρεβαντόριο, προνήπια, προπάνιο, πρόπυλο, προσευχητάριο, προσωπόμετρο, ραδιογραμμόφωνο, ραδιοκασετόφωνο, ραδιομαγνητόφωνο, ριζόποδα, σαυρόμορφα, σπειρόμετρο, στρουθιόμορφα, σφυγμομανόμετρο, ταχόμετρο, τεταρτοσφαίριο, ύδραρθρο, υπόκεντρο, φλόγιστρο, φωτοταχύμετρο, χιλιόλιτρο, ψευδοπόδιο