Χρήστης:Svlioras/Νεοελληνικό Λεξικό/Ξ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
  1. ξ
  2. ξάγναντα
  3. ξάγναντο
  4. ξαγρυπνάω
  5. ξαγρύπνια
  6. ξάγρυπνος
  7. ξαγρυπνώ
  8. ξαδέρφι
  9. ξαδέλφι
  10. ξάδερφος
  11. ξαδέρφη
  12. ξαίνω
  13. ξακουσμένος
  14. ξακουστός
  15. ξακρίδι
  16. ξακρίζω
  17. ξάκρισμα
  18. ξαλάφρωμα
  19. ξαλαφρώνω
  20. ξαλμυρίζω
  21. ξαμολώ
  22. ξαμώνω
  23. ξανά
  24. ξανα-
  25. ξανά-
  26. ξαν-
  27. ξαναβάζω
  28. ξαναβγάζω
  29. ξαναβγαίνω
  30. ξαναβλέπω
  31. ξαναβρίσκω
  32. ξανάβω
  33. ξαναγεμίζω
  34. ξαναγέμισμα
  35. ξαναγεννώ
  36. ξαναγίνομαι
  37. ξαναγράφω
  38. ξαναγυρίζω
  39. ξαναγύρισμα
  40. ξαναγυρνώ
  41. ξαναδείχνω
  42. ξαναδιαβάζω
  43. ξαναδίνω
  44. ξαναέρχομαι
  45. ξανάρχομαι
  46. ξαναζεσταίνω
  47. ξαναζέσταμα
  48. ξαναζητώ
  49. ξαναζώ
  50. ξαναζωντάνεμα
  51. ξαναζωντανεύω
  52. ξαναθυμάμαι
  53. ξαναθυμίζω
  54. ξανακάθομαι
  55. ξανακαίω
  56. ξανακαλώ
  57. ξανακάνω
  58. ξανακατεβάζω
  59. ξανακερδίζω
  60. ξανακινώ
  61. ξανακλείνω
  62. ξανακοιμάμαι
  63. ξανακοιτάζω
  64. ξανακούω
  65. ξανακρίνω
  66. ξανακτίζω
  67. ξανακτυπώ
  68. ξανακυκλοφορώ
  69. ξανακυλάω
  70. ξαναλέω
  71. ξαναμετρώ
  72. ξάναμμα
  73. ξαναμμένος
  74. ξαναμοιράζω
  75. ξαναμοίρασμα
  76. ξαναμπαίνω
  77. ξανανεβαίνω
  78. ξανανθίζει
  79. ξανανιώθω
  80. ξανάνιωμα
  81. ξανανιώνω
  82. ξανανοίγω
  83. ξαναπαθαίνω
  84. ξαναπαίρνω
  85. ξαναπατώ
  86. ξαναπάω
  87. ξαναπερνώ
  88. ξαναπέφτω
  89. ξαναπηγαίνω
  90. ξαναπάω
  91. ξαναπίνω
  92. ξαναποκτώ
  93. ξαναπουλώ
  94. ξαναπροβάλλω
  95. ξαναπροσπαθώ
  96. ξαναπωλώ
  97. ξαναρίχνω
  98. ξαναρχίζω
  99. ξανάρχομαι
  100. ξαναρωτώ
  101. ξανασαίνω
  102. ξανασηκώνω
  103. ξανασκέφτομαι
  104. ξανασμίγω
  105. ξαναστέλνω
  106. ξαναστήνω
  107. ξανάστροφος
  108. ξανασυμβαίνει
  109. ξανασυναντώ
  110. ξανασυνδέω
  111. ξανατολμώ
  112. ξανατρέχω
  113. ξανατρώω
  114. ξαναφαίνεται
  115. ξαναφέρνω
  116. ξαναφεύγω
  117. ξαναφουντώνω
  118. ξαναφτιάχνω
  119. ξαναφυτρώνει
  120. ξαναχρησιμοποιώ
  121. ξαναχτίζω
  122. ξαναχτυπώ
  123. ξανθαίνω
  124. ξανθέλασμα
  125. ξανθίνη
  126. ξάνθιο
  127. Ξανθιώτης
  128. Ξανθιώτισσα
  129. ξανθιώτικος
  130. ξανθο-
  131. ξανθό-
  132. ξανθοκόκκινος
  133. ξανθομάλλης
  134. ξανθός
  135. ξανθοφύλλη
  136. ξανθόψειρα
  137. ξανθωπός
  138. ξάνοιγμα
  139. ξανοίγω
  140. ξάνση
  141. ξαντός
  142. ξάπλα
  143. ξαπλάρω
  144. ξάπλωμα
  145. ξαπλώνω
  146. ξαπλώστρα
  147. ξαπλωτός
  148. ξαπολώ
  149. ξαποσταίνω
  150. ξαπόσταμα
  151. ξαποστέλνω
  152. ξαραχνιάζω
  153. ξαράχνιασμα
  154. ξαρμάτωμα
  155. ξαρματώνω
  156. ξαρμάτωτος
  157. ξάρτια
  158. ξάσιμο
  159. ξασπρίζω
  160. ξάσπρισμα
  161. ξαστεριά
  162. ξάστερος
  163. ξαστερώνει
  164. ξαστοχώ
  165. ξαφνιάζω
  166. ξάφνιασμα
  167. ξαφνιασμένος
  168. ξαφνίζω
  169. ξαφνικός
  170. ξάφνισμα
  171. ξάφνου
  172. ξαφρίζω
  173. ξάφρισμα
  174. ξε-
  175. ξέ-
  176. ξ-
  177. ξέβαμμα
  178. ξεβαφτικό
  179. ξεβάφω
  180. ξεβγάζω
  181. ξέβγαλμα
  182. ξεβγαλμένος
  183. ξεβίδωμα
  184. ξεβιδώνω
  185. ξεβόλεμα
  186. ξεβολεύω
  187. ξεβοτανίζω
  188. ξεβοτάνισμα
  189. ξεβούλωμα
  190. ξεβουλώνω
  191. ξεβράζει
  192. ξεβράκωμα
  193. ξεβρακώνω
  194. ξεβράκωτος
  195. ξέβρασμα
  196. ξεβρομίζω
  197. ξεβρόμισμα
  198. ξεγαντζώνω
  199. ξεγάνωτος
  200. ξεγέλασμα
  201. ξεγελώ
  202. ξεγεννώ
  203. ξεγίνεται
  204. ξεγλίστρημα
  205. ξεγλιστρώ
  206. ξεγνοιασιά
  207. ξέγνοιαστος
  208. ξεγοφιάζω
  209. ξεγράφω
  210. ξεγύμνωμα
  211. ξεγυμνώνω
  212. ξεγύρισμα
  213. ξεγυρισμένος
  214. ξεγυριστός
  215. ξεδιακρίνω
  216. ξεδιάλεγμα
  217. ξεδιαλέγω
  218. ξεδιάλυμα
  219. ξεδιαλύνω
  220. ξεδιαντροπιά
  221. ξεδιάντροπος
  222. ξεδίνω
  223. ξεδίπλωμα
  224. ξεδιπλώνω
  225. ξεδίψασμα
  226. ξεδιψώ
  227. ξέδομα
  228. ξεδοντιάζω
  229. ξεδοντιάρης
  230. ξεδόντιασμα
  231. ΞΕΕ
  232. ξεζαλίζω
  233. ξεζεύω
  234. ξεζουμίζω
  235. ξεζούμισμα
  236. ξεθάβω
  237. ξεθάμπωμα
  238. ξεθαμπώνω
  239. ξεθάρρεμα
  240. ξεθαρρεύω
  241. ξεθάψιμο
  242. ξεθεμελίωμα
  243. ξεθεμελιώνω
  244. ξεθέωμα
  245. ξεθεώνω
  246. ξεθεωτικός
  247. ξεθηκαρώνω
  248. ξεθηλυκώνω
  249. ξεθόλωμα
  250. ξεθολώνω
  251. ξεθυμαίνει
  252. ξεθύμασμα
  253. ξεθυμώνω
  254. ξεθωριάζει
  255. ξεθώριασμα
  256. ξέθωρος
  257. ξεϊδρώνω
  258. ξείπα
  259. ξεκαβαλικεύω
  260. ξεκαθαρίζω
  261. ξεκαθάρισμα
  262. ξεκάθαρος
  263. ξεκαλοκαιριάζω
  264. ξεκαλούπωμα
  265. ξεκαλουπώνω
  266. ξεκάλτσωτος
  267. ξεκάνω
  268. ξεκαπίστρωτος
  269. ξεκαπνίζω
  270. ξεκάπνισμα
  271. ξεκαρδίζομαι
  272. ξεκάρδισμα
  273. ξεκαρδιστικός
  274. ξεκάρφωμα
  275. ξεκαρφώνω
  276. ξεκάρφωτος
  277. ξεκατινιάζω
  278. ξεκατίνιασμα
  279. ξεκίνημα
  280. ξεκινώ
  281. ξεκλέβω
  282. ξεκλείδωμα
  283. ξεκλειδώνω
  284. ξεκλείδωτος
  285. ξεκληρίζω
  286. ξεκλήρισμα
  287. ξεκόβω
  288. ξεκοιλιάζω
  289. ξεκοίλιασμα
  290. ξεκοκαλίζω
  291. ξεκοκάλισμα
  292. ξεκόλλημα
  293. ξεκολλώ
  294. ξεκούδουνος
  295. ξεκουκούλωμα
  296. ξεκουκουλώνω
  297. ξεκουκούλωτος
  298. ξεκουκουτσιάζω
  299. ξεκουμπίδια
  300. ξεκουμπίζομαι
  301. ξεκούμπωμα
  302. ξεκουμπώνω
  303. ξεκούμπωτος
  304. ξεκουνώ
  305. ξεκουράζω
  306. ξεκούραση
  307. ξεκουραστικός
  308. ξεκουρδίζω
  309. ξεκούρδισμα
  310. ξεκούρδιστος
  311. ξεκούτης
  312. ξεκουτιαίνω
  313. ξεκουτιάρης
  314. ξεκουφαίνω
  315. ξεκρέμασμα
  316. ξεκρέμαστος
  317. ξεκρεμώ
  318. ξεκρίνω
  319. ξεκωλιάζω
  320. ξεκωλιάρης
  321. ξέκωλος
  322. ξελάκκωμα
  323. ξελαμπικάρισμα
  324. ξελαμπικάρω
  325. ξελαρυγγιάζομαι
  326. ξελαρύγγιασμα
  327. ξελασκάρισμα
  328. ξελασκάρω
  329. ξελάσπωμα
  330. ξελασπώνω
  331. ξελάφρωμα
  332. ξελαφρώνω
  333. ξελέπιασμα
  334. ξελέω
  335. ξελίγωμα
  336. ξελιγώνω
  337. ξελογιάζω
  338. ξελόγιασμα
  339. ξελογιάστρα
  340. ξεμάγεμα
  341. ξεμαθαίνω
  342. ξεμακραίνω
  343. ξέμακρος
  344. ξεμαλλιάζω
  345. ξεμαλλιάρης
  346. ξεμάλλιασμα
  347. ξεμαλλιασμένος
  348. ξεμανίκωτος
  349. ξεμαρκάρισμα
  350. ξεμαρκάριστος
  351. ξεμαρκάρω
  352. ξεμασκάρεμα
  353. ξεμασκαρεύω
  354. ξεματιάζω
  355. ξεμάτιασμα
  356. ξεματιάστρα
  357. ξεμέθυστος
  358. ξεμεθώ
  359. ξεμένω
  360. ξεμεσιάζομαι
  361. ξεμοναχιάζω
  362. ξεμονάχιασμα
  363. ξεμοντάρισμα
  364. ξεμοντάρω
  365. ξεμουδιάζω
  366. ξεμούδιασμα
  367. ξεμουχλιάζω
  368. ξεμπαρκάρισμα
  369. ξεμπαρκάρω
  370. ξέμπαρκος
  371. ξεμπέρδεμα
  372. ξεμπερδεύω
  373. ξέμπλεγμα
  374. ξέμπλεκος
  375. ξεμπλέκω
  376. ξεμπλοκάρισμα
  377. ξεμπλοκάρω
  378. ξεμπουκάρω
  379. ξεμπούκωμα
  380. ξεμπουκώνω
  381. ξεμπροστιάζω
  382. ξεμπρόστιασμα
  383. ξεμυαλίζω
  384. ξεμυάλισμα
  385. ξεμυαλισμένος
  386. ξεμυαλίστρα
  387. ξεμυτίζω
  388. ξεμύτισμα
  389. ξεμωραίνομαι
  390. ξεμώραμα
  391. ξεμωραμένος
  392. ξένα
  393. ξενάγηση
  394. ξεναγός
  395. ξεναγώ
  396. ξενέρα
  397. ξενέρας
  398. ξενερίζω
  399. ξενέρισμα
  400. ξενερουά
  401. ξενέρωμα
  402. ξενερώνω
  403. ξενέρωτος
  404. ξενηλασία
  405. ξενίζω
  406. ξενικός
  407. ξενικότητα
  408. ξένιος
  409. ξενισμός
  410. ξενιστής
  411. ξενιτεμένος
  412. ξενιτεμός
  413. ξενιτεύομαι
  414. ξενιτιά
  415. ξένο(ν)
  416. ξενο-
  417. ξενό-
  418. ξενόγλωσσος
  419. ξενοδουλεύω
  420. ξενοδούλι
  421. ξενόδουλος
  422. ξενοδοχειακός
  423. ξενοδοχείο
  424. ξενοδόχος
  425. ξενοδοχοϋπάλληλος
  426. ξενοιάζω
  427. ξενοιασιά
  428. ξένοιαστος
  429. ξενοικιάζω
  430. ξενοίκιαστος
  431. ξενοκίνητος
  432. ξενοκοιμάμαι
  433. ξενοκοιτώ
  434. ξενόκουμπα
  435. ξενοκρατία
  436. ξενολατρία
  437. ξενομανής
  438. ξενομανία
  439. ξενομεταμόσχευση
  440. ξενομόσχευμα
  441. ξενοπλένω
  442. ξενότροπος
  443. ξενοφερμένος
  444. ξενόφερτος
  445. ξενοφιλία
  446. ξενόφιλος
  447. ξενοφοβία
  448. ξενοφοβικός
  449. ξενόφοβος
  450. ξενόφωνος
  451. ξεντερίζω
  452. ξεντύνω
  453. ξεντύσιμο
  454. ξέντυτος
  455. ξενυστάζω
  456. ξενυχιάζω
  457. ξενύχιασμα
  458. ξενυχτάδικο
  459. ξενυχτάω
  460. ξενύχτης
  461. ξενύχτι
  462. ξενύχτισμα
  463. ξενυχτισμένος
  464. ξενυχτώ
  465. ξενώνας
  466. ξεπαγιάζω
  467. ξεπάγιασμα
  468. ξεπάγωμα
  469. ξεπαγώνω
  470. ξεπακετάρισμα
  471. ξεπακετάρω
  472. ξεπαραδιάζω
  473. ξεπαράδιασμα
  474. ξεπαρθένεμα
  475. ξεπαρθενεύω
  476. ξεπαρκάρισμα
  477. ξεπαρκάρω
  478. ξεπάστρεμα
  479. ξεπαστρεύω
  480. ξεπατίκωμα
  481. ξεπατικώνω
  482. ξεπάτωμα
  483. ξεπατώνω
  484. ξεπεζεύω
  485. ξεπέρασμα
  486. ξεπερασμένος
  487. ξεπερνώ
  488. ξεπεσμένος
  489. ξεπεσμός
  490. ξεπέτα
  491. ξεπέταγμα
  492. ξεπεταγμένος
  493. ξεπεταρούδι
  494. ξεπετώ
  495. ξεπέφτω
  496. ξεπηδώ
  497. ξεπιάνομαι
  498. ξεπίτηδες
  499. ξέπλεκος
  500. ξεπλέκω
  501. ξεπλένω
  502. ξεπληρώνω
  503. ξέπλυμα
  504. ξεπλυμένος
  505. ξέπνοος
  506. ξεποδαριάζω
  507. ξεποδάριασμα
  508. ξεπορτίζω
  509. ξεπόρτισμα
  510. ξεπούλημα
  511. ξεπουλώ
  512. ξεπουπουλιάζω
  513. ξεπουπούλιασμα
  514. ξεπρήζομαι
  515. ξεπροβάλλω
  516. ξεπροβοδίζω
  517. ξεπροβόδισμα
  518. ξέρα
  519. ξεράδι
  520. ξεραΐλα
  521. ξεραίνω
  522. ξερακιανός
  523. ξέραμα
  524. ξεραμένος
  525. ξέρασμα
  526. ξερατό
  527. ξερή
  528. ξερίζωμα
  529. ξεριζωμός
  530. ξεριζώνω
  531. ξερικός
  532. ξερνοβολώ
  533. ξερνώ
  534. ξερο-
  535. ξερό-
  536. ξερ-
  537. ξερόβηχας
  538. ξεροβήχω
  539. ξεροβόρι
  540. ξεροβούνι
  541. ξερογλείφομαι
  542. ξεροκαταπίνω
  543. ξεροκεφαλιά
  544. ξεροκέφαλος
  545. ξερόκλαδο
  546. ξεροκόμματο
  547. ξερόλας
  548. ξερόλα
  549. ξερολιθιά
  550. ξερολιθικός
  551. ξερολούκουμο
  552. ξερονήσι
  553. ξεροπήγαδο
  554. ξεροπόταμος
  555. ξερός
  556. ξεροσταλιάζω
  557. ξεροστάλιασμα
  558. ξεροσφύρι
  559. ξεροτηγανίζω
  560. ξεροτήγανο
  561. ξερότοπος
  562. ξεροφαγία
  563. ξερόχορτο
  564. ξεροψήνω
  565. ξεροψήσιμο
  566. ξέρω
  567. ξεσάλωμα
  568. ξεσαλώνω
  569. ξεσαμάρωτος
  570. ξεσελώνω
  571. ξέση
  572. ξεσήκωμα
  573. ξεσηκωμός
  574. ξεσηκώνω
  575. ξεσηκωτικός
  576. ξεσκαλίζω
  577. ξεσκάλωμα
  578. ξεσκαλώνω
  579. ξεσκαρτάρισμα
  580. ξεσκαρτάρω
  581. ξεσκάρωμα
  582. ξέσκασμα
  583. ξεσκατίζω
  584. ξεσκάτισμα
  585. ξεσκάω
  586. ξεσκεπάζω
  587. ξεσκέπασμα
  588. ξεσκέπαστος
  589. ξέσκεπος
  590. ξεσκίζω
  591. ξέσκισμα
  592. ξεσκλάβωμα
  593. ξεσκλίδι
  594. ξεσκονίζω
  595. ξεσκόνισμα
  596. ξεσκονιστήρι
  597. ξεσκονόπανο
  598. ξεσκουριάζω
  599. ξεσκούριασμα
  600. ξεσκούφωτος
  601. ξέσμα
  602. ξεσπάθωμα
  603. ξεσπαθώνω
  604. ξέσπασμα
  605. ξεσπίτωμα
  606. ξεσπιτώνω
  607. ξεσποριάζω
  608. ξεσπώ
  609. ξέστηθος
  610. ξεστοκάρισμα
  611. ξεστοκάρω
  612. ξεστολίζω
  613. ξεστόλισμα
  614. ξεστομίζω
  615. ξεστός
  616. ξέστρα
  617. ξεστράβωμα
  618. ξεστραβώνω
  619. ξεστρατίζω
  620. ξεστράτισμα
  621. ξέστρο
  622. ξέστρωμα
  623. ξεστρώνω
  624. ξέστρωτος
  625. ξεσυνερίζομαι
  626. ξεσυνηθίζω
  627. ξεσφίγγω
  628. ξεσφίξιμο
  629. ξεσχίζω
  630. ξετέλεμα
  631. ξετελεύω
  632. ξετίναγμα
  633. ξετινάζω
  634. ξετρελαίνω
  635. ξετρύπωμα
  636. ξετρυπώνω
  637. ξετσιπωσιά
  638. ξετσίπωτος
  639. ξετύλιγμα
  640. ξετυλίγω
  641. ξεύρω
  642. ξευτελίζω
  643. ξευτίλα
  644. ξευτίλας
  645. ξευτιλίζω
  646. ξευτίλισμα
  647. ξεφάντωμα
  648. ξεφαντώνω
  649. ξεφεύγω
  650. ξεφλουδίζω
  651. ξεφλούδισμα
  652. ξεφλουδιστήρι
  653. ξεφορμάρω
  654. ξεφόρτιστος
  655. ξεφόρτωμα
  656. ξεφορτώνω
  657. ξεφουρνίζω
  658. ξεφούρνισμα
  659. ξεφούσκωμα
  660. ξεφουσκώνω
  661. ξεφούσκωτος
  662. ξέφραγος
  663. ξεφράζω
  664. ξέφρενος
  665. ξεφτά
  666. ξεφτελίζω
  667. ξεφτέρι
  668. ξέφτι
  669. ξεφτίζει
  670. ξεφτίλα
  671. ξεφτίλας
  672. ξεφτιλίζω
  673. ξεφτίλισμα
  674. ξεφτιλισμένος
  675. ξέφτισμα
  676. ξεφυλλίζω
  677. ξεφύλλισμα
  678. ξέφυλλος
  679. ξεφύσημα
  680. ξεφυσώ
  681. ξεφύτρωμα
  682. ξεφυτρώνω
  683. ξεφώλιασμα
  684. ξεφωνητό
  685. ξεφωνίζω
  686. ξεφωνώ
  687. ξέφωτο
  688. ξεχαρβάλωμα
  689. ξεχαρβαλώνω
  690. ξεχαρμανιάζω
  691. ξεχαρμάνιασμα
  692. ξεχασιά
  693. ξεχασιάρης
  694. ξεχασμένος
  695. ξεχέζω
  696. ξεχειλίζω
  697. ξεχείλισμα
  698. ξέχειλος
  699. ξεχείλωμα
  700. ξεχειλώνω
  701. ξεχειμωνιάζω
  702. ξεχειμώνιασμα
  703. ξεχέρσωμα
  704. ξεχερσώνω
  705. ξέχεσμα
  706. ξεχνώ
  707. ξεχορταριάζω
  708. ξεχορτάριασμα
  709. ξεχρεώνω
  710. ξεχρέωση
  711. ξεχτένιστος
  712. ξεχύνομαι
  713. ξεχώνω
  714. ξεχωρίζω
  715. ξεχώρισμα
  716. ξεχωριστός
  717. ξέχωρος
  718. ξεψαρίζω
  719. ξεψάρισμα
  720. ξεψάρωμα
  721. ξεψαρώνω
  722. ξεψάρωτος
  723. ξεψαχνίζω
  724. ξεψάχνισμα
  725. ξεψειρίζω
  726. ξεψείρισμα
  727. ξεψυχάω
  728. ξεψύχισμα
  729. ξεψυχισμένος
  730. ξεψυχώ
  731. ξηγημένος
  732. ξηγιέμαι
  733. ξήλωμα
  734. ξηλωτήρι
  735. ξημεροβραδιάζομαι
  736. ξημεροβράδιασμα
  737. ξημέρωμα
  738. ξημερώνω
  739. ξηρά
  740. ξηραίνω
  741. ξήρανση
  742. ξηραντήρας
  743. ξηραντήριο
  744. ξηραντής
  745. ξηραντικός
  746. ξηρασία
  747. ξηρικός
  748. ξηρο-
  749. ξηρό-
  750. ξηρ-
  751. ξηρογραφία
  752. ξηρογραφικός
  753. ξηροδερμία
  754. ξηροθερμικός
  755. ξηροκάρπια
  756. ξηροκαρπιέρα
  757. ξηρολιθοδομή
  758. ξηρός
  759. ξηροστομία
  760. ξηρότητα
  761. ξηροφαγία
  762. ξηροφθαλμία
  763. ξηρόφυτα
  764. ξηροφυτικός
  765. ξι
  766. ξίγκι
  767. ξιδάτος
  768. ξίδι
  769. ξιδιάζει
  770. ξινάδα
  771. ξινάρι
  772. ξινήθρα
  773. ξινίζω
  774. ξινίλα
  775. ξίνισμα
  776. ξινόγαλο
  777. ξινόγλυκος
  778. ξινολάχανο
  779. ξινόμαυρο
  780. ξινόμηλο
  781. ξινομυζήθρα
  782. ξινός
  783. ξινοτύρι
  784. ξινόχοντρος
  785. ξιπάζω
  786. ξιπασιά
  787. ξιφασκία
  788. ξιφίας
  789. ξιφοειδής
  790. ξιφολόγχη
  791. ξιφομαχία
  792. ξιφομάχος
  793. ξιφομαχώ
  794. ξίφος
  795. ξιφουλκώ
  796. ξιφοφόρος
  797. ξόανο
  798. ξόβεργα
  799. ξόδεμα
  800. ξοδευτής
  801. ξοδεύω
  802. ξόδι
  803. ξολοθρεμός
  804. ξολοθρεύω
  805. ξομολόγηση
  806. ξομολόγος
  807. ξομολογώ
  808. ξόμπλι
  809. ξομπλιάζω
  810. ξομπλιαστός
  811. ξοπίσω
  812. ξόρκι
  813. ξορκίζω
  814. ξόρκισμα
  815. ξορκιστής
  816. ξου
  817. ξούρα
  818. ξουράφι
  819. ξουρίζω
  820. ξούρισμα
  821. ξουτ
  822. ξου
  823. ξόφληση
  824. ξοφλώ
  825. ξύγκι
  826. ξυλάγγουρο
  827. ξυλάδικο
  828. ξυλάκι
  829. ξυλάλευρο
  830. ξυλάνη
  831. ξυλάνθρακας
  832. ξυλαποθήκη
  833. ξυλάρμενος
  834. ξυλάς
  835. ξυλεία
  836. ξυλεμπορικός
  837. ξυλέμπορος
  838. ξυλένιο
  839. ξυλένιος
  840. ξυλεπένδυση
  841. ξυλεύομαι
  842. ξύλευση
  843. ξύλημα
  844. ξυλιά
  845. ξυλιάζω
  846. ξύλιασμα
  847. ξυλιέρα
  848. ξυλίζω
  849. ξυλίκι
  850. ξύλινος
  851. ξύλισμα
  852. ξυλιτόλη
  853. ξύλο
  854. ξυλο-
  855. ξυλό-
  856. ξυλ-
  857. ξυλόβιδα
  858. ξυλοβιομηχανία
  859. ξυλογλύπτης
  860. ξυλογλυπτική
  861. ξυλογλυπτικός
  862. ξυλόγλυπτος
  863. ξυλογραφία
  864. ξυλογραφικός
  865. ξυλοδαρμός
  866. ξυλοδεσιά
  867. ξυλόζη
  868. ξυλοκαΐνη
  869. ξυλοκάρβουνο
  870. ξυλοκατασκευή
  871. ξυλοκερατιά
  872. ξυλοκέρατο
  873. ξυλόκολλα
  874. ξυλοκόπημα
  875. ξυλοκόπος
  876. ξυλοκοπτική
  877. ξυλοκοπτικός
  878. ξυλοκοπώ
  879. ξυλόκοτα
  880. ξυλόλιο
  881. ξυλόμαλλο
  882. ξυλομπογιά
  883. ξυλοπάπουτσο
  884. ξυλόπισσα
  885. ξυλόπνευμα
  886. ξυλοπόδαρο
  887. ξυλοπόδαρος
  888. ξυλόπροκα
  889. ξυλορακέτα
  890. ξυλοσκεπή
  891. ξυλόσομπα
  892. ξυλόσπιτο
  893. ξυλόσφυρο
  894. ξυλότυπος
  895. ξυλουργείο
  896. ξυλουργία
  897. ξυλουργικός
  898. ξυλοφάγος
  899. ξυλοφόρτωμα
  900. ξυλοφορτώνω
  901. ξυλόφουρνος
  902. ξυλόφυλλο
  903. ξυλόφωνο
  904. ξυλώδης
  905. ξύλωμα
  906. ξύνω
  907. ξυπνάω
  908. ξύπνημα
  909. ξυπνημός
  910. ξυπνητήρι
  911. ξυπνητός
  912. ξυπνητούρια
  913. ξύπνιος
  914. ξυπνοπούλι
  915. ξυπνώ
  916. ξυπολυσιά
  917. ξυπόλυτος
  918. ξυραφάκι
  919. ξυράφι
  920. ξυραφιά
  921. ξυρίζω
  922. ξύρισμα
  923. ξυριστικός
  924. ξυρός
  925. ξύσιμο
  926. ξύσμα
  927. ξυστήρι
  928. ξυστός
  929. ξύστρα
  930. ξυστρί
  931. ξυστρίζω
  932. ξω-
  933. ξώ-
  934. ξώβυζο
  935. ξώδερμα
  936. ξωθιά
  937. ξώθυρα
  938. ξώκειλε
  939. ξωκλήσι
  940. ξωμάχος
  941. ξωμένω
  942. ξώπετσος
  943. ξωπίσω
  944. ξώπλατος
  945. ξώπορτα
  946. ξωτικιά
  947. ξωτικό
  948. ξωτικός
  949. ξώφαλτσος
  950. ξώφτερνος