Χώρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: χώρα, χωρά

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Χώρα οι Χώρες
      γενική της Χώρας των Χωρών
    αιτιατική τη Χώρα τις Χώρες
     κλητική Χώρα Χώρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Χώρα < χώρα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Χώρα θηλυκό

Παράγωγα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]