Ψαθάδες

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ψαθάς

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ψαθάδες < ψαθάς < ψάθα < ψίαθος

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Ψαθάδες αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό

  • κοινότητα στο Διδυμότειχο, στην ανατολική όχθη του Έβρου, ο πληθυσμός της οποίας ασχολείτο ιδιαίτερα με το πλέξιμο της ψάθας - το 1923 οι Έλληνες κάτοικοι μετακινήθηκαν στη δυτική όχθη, όπου ίδρυσαν τον οικισμό Νέοι Ψαθάδες

Μεταφράσεις[επεξεργασία]