Ψαρομύτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ψαρομύτα | οι | Ψαρομύτες |
γενική | της | Ψαρομύτας | των | (Ψαρομυτών) |
αιτιατική | την | Ψαρομύτα | τις | Ψαρομύτες |
κλητική | Ψαρομύτα | Ψαρομύτες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /psa.ɾoˈmi.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ψα‐ρο‐μύ‐τα
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Ψαρομύτα θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νότα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια με πρόθημα ψαρο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ακρωτήρια της Φωκίδας (νέα ελληνικά)
- Ακρωτήρια (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Φωκίδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)