Ψαρράκου

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ψαρράκου < γενική ενικού του αρσενικού Ψαρράκος

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Ψαρράκου θηλυκό άκλιτο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταγραφές[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]

Ψαρράκου αρσενικό