Ψειρόπουλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Ψειρόπουλος | οι | Ψειρόπουλοι & Ψειροπουλαίοι1 |
γενική | του | Ψειρόπουλου & Ψειροπούλου |
των | Ψειρόπουλων2 & Ψειροπουλαίων |
αιτιατική | τον | Ψειρόπουλο | τους | Ψειρόπουλους3 & Ψειροπουλαίους |
κλητική | Ψειρόπουλε | Ψειρόπουλοι & Ψειροπουλαίοι | ||
1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι. 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Ψειροπούλων 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Ψειροπούλους | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Ψειρόπουλος < + -όπουλος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Ψειρόπουλος αρσενικό (θηλυκό Ψειροπούλου)