Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ψυχικό

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Ψυχικό τα Ψυχικά
      γενική του Ψυχικού των Ψυχικών
    αιτιατική το Ψυχικό τα Ψυχικά
     κλητική Ψυχικό Ψυχικά
συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Ψυχικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ψυχικός

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /psi.çiˈko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ψυχικό

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Ψυχικό ουδέτερο

  1. ονομασία οικισμών της Ελλάδας
  2. προάστιο της Αθήνας, δημιουργημένο με βάση το πρότυπο των κηπουπόλεων

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]