Ωρωπός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Ωρωπός | οι | Ωρωποί |
γενική | του | Ωρωπού | των | Ωρωπών |
αιτιατική | τον | Ωρωπό | τους | Ωρωπούς |
κλητική | Ωρωπέ | Ωρωποί | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Ωρωπός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Ὠρωπός
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /o.ɾoˈpos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ω‐ρω‐πός
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Ωρωπός αρσενικό
- οικισμός της Αττικής, ο αρχαίος Ὠρωπός με παραλιακό λιμάνι τη Σκάλα Ωρωπού
- ονομασία αρχαίων πόλεων σε Μακεδονία και Συρία
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις - τοπωνύμια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - τοπωνύμια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αρχαίες πόλεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)