άβατο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το άβατο τα άβατα
      γενική του άβατου των άβατων
    αιτιατική το άβατο τα άβατα
     κλητική άβατο άβατα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

άβατο < (ελληνιστική κοινήἄβατον, ουδέτερο του ἄβατος < ἀ- + αρχαία ελληνική βαίνω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

άβατο ουδέτερο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

άβατο

  1. αιτιατική ενικού του άβατος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του άβατος