άβατος
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άβατος < αρχαία ελληνική ἄβατος
Επίθετο[επεξεργασία]
άβατος
- που δεν είναι προσβάσιμος από όλους, απρόσιτος, απάτητος
- που δεν πρέπει να βεβηλωθεί,ο ιερός
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
«άβατος, δύσβατος, διαβατέος εστί ο ποταμός»
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
άβατος