Μετάβαση στο περιεχόμενο

άβαφος

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άβαφος η άβαφη το άβαφο
      γενική του άβαφου της άβαφης του άβαφου
    αιτιατική τον άβαφο την άβαφη το άβαφο
     κλητική άβαφε άβαφη άβαφο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άβαφοι οι άβαφες τα άβαφα
      γενική των άβαφων των άβαφων των άβαφων
    αιτιατική τους άβαφους τις άβαφες τα άβαφα
     κλητική άβαφοι άβαφες άβαφα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
άβαφος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἄβαφος[1][2]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈa.va.fos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: άβαφος

Επίθετο

[επεξεργασία]

άβαφος -η -ο

  1. που δε βάφτηκε, ο μη βαμμένος
    αυτός ο τοίχος έμεινε άβαφος
  2. που δε φτιασιδώθηκε, ο μη μακιγιαρισμένος
    μερικές γυναίκες είναι πιο ωραίες όταν είναι άβαφες
  3. χαρακτηρισμός μετάλλου που δεν έχει ψυχθεί μετά την πυράκτωση ώστε να γίνει ανθεκτικό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. άβαφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. άβαφος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)