άβγαλτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άβγαλτος | η | άβγαλτη | το | άβγαλτο |
γενική | του | άβγαλτου | της | άβγαλτης | του | άβγαλτου |
αιτιατική | τον | άβγαλτο | την | άβγαλτη | το | άβγαλτο |
κλητική | άβγαλτε | άβγαλτη | άβγαλτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άβγαλτοι | οι | άβγαλτες | τα | άβγαλτα |
γενική | των | άβγαλτων | των | άβγαλτων | των | άβγαλτων |
αιτιατική | τους | άβγαλτους | τις | άβγαλτες | τα | άβγαλτα |
κλητική | άβγαλτοι | άβγαλτες | άβγαλτα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
άβγαλτος
- πρόσεχέ τον, έτσι άβγαλτος που είναι, είναι πολύ εύκολο να τον εκμεταλλευτούν
- που έχει παραμείνει στη θέση του: τα καρφιά είναι άβγαλτα
- (για φυτά) που δεν έχει φυτρώσει: το σιτάρι είναι άβγαλτο
- που δεν έχει διέξοδο: άβγαλτος δρόμος
- που δεν έχει ανατείλει ακόμη: το φεγγάρι είναι άβγαλτο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
άβγαλτος