άβουλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άβουλα < μεσαιωνική ελληνική ἄβουλα (άθελα, χωρίς τη θέληση κάποιου) < αρχαία ελληνική ἀβούλως < α στερητικό και βουλή
Επίρρημα[επεξεργασία]
άβουλα
- χωρίς προσωπική βούληση
- χωρίς αποφασιστικότητα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
άβουλα
|