άγαρμπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άγαρμπος | η | άγαρμπη | το | άγαρμπο |
γενική | του | άγαρμπου | της | άγαρμπης | του | άγαρμπου |
αιτιατική | τον | άγαρμπο | την | άγαρμπη | το | άγαρμπο |
κλητική | άγαρμπε | άγαρμπη | άγαρμπο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άγαρμποι | οι | άγαρμπες | τα | άγαρμπα |
γενική | των | άγαρμπων | των | άγαρμπων | των | άγαρμπων |
αιτιατική | τους | άγαρμπους | τις | άγαρμπες | τα | άγαρμπα |
κλητική | άγαρμποι | άγαρμπες | άγαρμπα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]άγαρμπος -η -ο
- άκομψος, κακοφτιαγμένος
- άγαρμπο σώμα
- άχαρος, αδέξιος, άτσαλος
- ο τρόπος που περπατάει είναι άγαρμπος
- ανάρμοστος, άξεστος
- έχει άγαρμπη συμπεριφορά