άγγελμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- άγγελμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄγγελμα[1] < ἀγγέλλω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈaŋ.ɟel.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : άγ‐γελ‐μα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]άγγελμα ουδέτερο
- (λόγιο) είδηση, αναγγελία, κάτι που αναγγέλλεται σχετικά επίσημα
- ※ Tο χαρμόσυνο άγγελμα της κατά σάρκα Γεννήσεως του Θείου Λόγου γιόρτασαν οι Έλληνες της Αιγύπτου, στην Καθέδρα της Πατριαρχικής Επιτροπείας στο Χαμζάουι του Καΐρου την Πέμπτη 25 Δεκεμβρίου.
- Νατάσσα Βησσαρίωνος, Με Πατριαρχική λαμπρότητα γιορτάστηκαν τα Χριστούγεννα στο Κάιρο, ertnews.gr, 27 Δεκεμβρίου 2024
- ※ Tο χαρμόσυνο άγγελμα της κατά σάρκα Γεννήσεως του Θείου Λόγου γιόρτασαν οι Έλληνες της Αιγύπτου, στην Καθέδρα της Πατριαρχικής Επιτροπείας στο Χαμζάουι του Καΐρου την Πέμπτη 25 Δεκεμβρίου.
Σύνθετα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ άγγελμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
[επεξεργασία]- άγγελμα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)