άγγιγμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το άγγιγμα τα αγγίγματα
      γενική του αγγίγματος των αγγιγμάτων
    αιτιατική το άγγιγμα τα αγγίγματα
     κλητική άγγιγμα αγγίγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

άγγιγμα < αγγίζω + -μα (πβ. μεσαιωνικά ελληνικά ἔγγισμα / (ελληνιστική κοινή) ἐγγισμός)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈaŋ.ɟiɣ.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: άγ‐γιγ‐μα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

άγγιγμα ουδέτερο

  1. η ενέργεια του αγγίζω
     συνώνυμα: ακούμπισμα, ψαύση
  2. η αίσθηση που προκαλεί αυτό
  3. (μεταφορικά) το ελαφρύς χάδι
     συνώνυμα: θωπεία
  4. (μεταφορικά) το πείραγμα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]