άγημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | άγημα | τα | αγήματα |
γενική | του | αγήματος | των | αγημάτων |
αιτιατική | το | άγημα | τα | αγήματα |
κλητική | άγημα | αγήματα | ||
όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άγημα < αρχαία ελληνική ἄγημα
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
άγημα ουδέτερο
- στρατιωτικό τμήμα στο οποίο ανατίθεται κάποια αποστολή εν καιρώ πολέμου ή ειρήνης (παρέλαση, απόδοση τιμών)
- Πλησιάζει να πέσει ο ήλιος και ένα μικρό άγημα προχωράει για την υποστολή της σημαίας. (Θανάσης Βαλτινός, Ανάπλους)
- (αρχ.) i) στην αρχαία Σπάρτη, η στρατιωτική μονάδα μίας (1) μόρας (=μοίρας)
- (αρχ.) ii) επίλεκτο σώμα του Μακεδονικού στρατού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
άγημα