άγκλισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άγκλισμα < μεσαιωνική ελληνική ἄντλημα.→ λείπει η ετυμολογία - ρήμα αγκλώ και αγκλίζω[1]
- Επίσης: ρήμα αγκλίνω (ανακλίνω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
άγκλισμα ουδέτερο (δημοτική)
- άντληση, λήψη υγρού
- δείτε και αγκλιά
- άδειασμα υγρού από χώρο φύλαξης ή συγκέντρωσης (από πηγάδι, από βαρέλι)
- (κατ’ επέκταση) καθαρισμός, καθαριότητα (σπιτιού ή οποιουδήποτε χώρου)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αγκλιά (με σχήμα κολοκύθας, απ' όπου πίνουμε νερό)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
άγκλισμα
|
- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Κατηγορίες:
- Επέκταση (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)