άγρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άγρια < άγριος
Επίρρημα[επεξεργασία]
άγρια
- με άγριο τρόπο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
άγρια
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
άγρια
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του άγριος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του άγριος