άγχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | άγχος | τα | άγχη |
γενική | του | άγχους | — | |
αιτιατική | το | άγχος | τα | άγχη |
κλητική | άγχος | άγχη | ||
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άγχος < αρχαία ελληνική ἄγχος
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
άγχος ουδέτερο
- ψυχοσωματική κατάσταση κατά την οποία το άτομο νιώθει πίεση από το βάρος των υποχρεώσεών του, φόβο και ανησυχία, πολλές φορές αόριστη, κάτι που μπορεί να εξελιχτεί και σε μόνιμη ψυχοπαθολογική κατάσταση
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
άγχος στη Βικιπαίδεια