άδειασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈa.ðʝa.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐δει‐α‐σμα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]άδειασμα ουδέτερο
- η διαδικασία του αδειάζω
- η αφαίρεση του περιεχομένου
- η απομάκρυνση ανθρώπων από ένα χώρο
- (μεταφορικά) η παραγωγή συναισθηματικών και πνευματικών κενών
- (λαϊκό) το να παρατάς κάποιον απροστάτευτο χωρίς να δικαιολογήσεις τις πράξεις τους και τους διαλόγους του
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διαδικασία του αδειάζω
παραγωγή κενών
|
παρατάω κάποιον απροστάτευτο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λαϊκοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)