άδειπνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άδειπνος | η | άδειπνη | το | άδειπνο |
γενική | του | άδειπνου | της | άδειπνης | του | άδειπνου |
αιτιατική | τον | άδειπνο | την | άδειπνη | το | άδειπνο |
κλητική | άδειπνε | άδειπνη | άδειπνο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άδειπνοι | οι | άδειπνες | τα | άδειπνα |
γενική | των | άδειπνων | των | άδειπνων | των | άδειπνων |
αιτιατική | τους | άδειπνους | τις | άδειπνες | τα | άδειπνα |
κλητική | άδειπνοι | άδειπνες | άδειπνα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άδειπνος < αρχαία ελληνική ἄδειπνος < α- + δεῖπνον
Επίθετο[επεξεργασία]
άδειπνος και αδείπνητος
- χωρίς να δειπνήσει (κανείς)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
άδειπνος
|