άδικα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

άδικα < άδικος

Επίρρημα[επεξεργασία]

άδικα

  1. με άδικο τρόπο
     αντώνυμα: δίκαια
  2. χωρίς λόγο
    άδικα πήγες να τον βρεις, θα τον συναντούσαμε έτσι κι αλλιώς στην αγορά
     συνώνυμα: ανώφελα, άσκοπα, μάταια - (οικείο) τζάμπα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]