άδολος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άδολος < αρχαία ελληνική ἄδολος < ἀ- στερητικό + δόλος
Επίθετο[επεξεργασία]
άδολος, -η, -ο
- που δεν κρύβει δόλο ή προσωπικό συμφέρον, αθώος, αγνός και ειλικρινής
- άδολη αγάπη
- αγνός, ανόθευτος, καθαρός