άδυτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | άδυτο | τα | άδυτα |
γενική | του | αδύτου & άδυτου |
των | αδύτων |
αιτιατική | το | άδυτο | τα | άδυτα |
κλητική | άδυτο | άδυτα | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άδυτο < αρχαία ελληνική ἄδυτον, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ἄδυτος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
άδυτο ουδέτερο
- το μέρος του ναού στο οποίο μπορούν να εισέλθουν μόνο οι ιερείς
- σημείο στο οποίο δεν επιτρέπεται η πρόσβαση παρά μόνο σε λίγους μυημένους
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- τα άδυτα των αδύτων
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- άδυτο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
άδυτο
τα άδυτα των αδύτων
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
άδυτο