άθεος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άθεος | η | άθεη | το | άθεο |
γενική | του | άθεου | της | άθεης | του | άθεου |
αιτιατική | τον | άθεο | την | άθεη | το | άθεο |
κλητική | άθεε | άθεη | άθεο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άθεοι | οι | άθεες | τα | άθεα |
γενική | των | άθεων | των | άθεων | των | άθεων |
αιτιατική | τους | άθεους | τις | άθεες | τα | άθεα |
κλητική | άθεοι | άθεες | άθεα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άθεος < αρχαία ελληνική ἄθεος
Επίθετο[επεξεργασία]
άθεος, -η, -ο
- που δεν πιστεύει ή αρνείται την ύπαρξη θεού
- άθεος επιστήμονας
- (μεταφορικά) άπιστος, αμαρτωλός
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
άθεος αρσενικό
- αυτός που δεν πιστεύει ή αρνείται την ύπαρξη θεού, που υποστηρίζει αθεϊστικές θεωρίες, ο αθεϊστής
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
άθεος
|