άθερμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άθερμος η άθερμη το άθερμο
      γενική του άθερμου της άθερμης του άθερμου
    αιτιατική τον άθερμο την άθερμη το άθερμο
     κλητική άθερμε άθερμη άθερμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άθερμοι οι άθερμες τα άθερμα
      γενική των άθερμων των άθερμων των άθερμων
    αιτιατική τους άθερμους τις άθερμες τα άθερμα
     κλητική άθερμοι άθερμες άθερμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

άθερμος < αρχαία ελληνική ἄθερμος < ἀ- + θερμός

Επίθετο[επεξεργασία]

άθερμος

  1. που δεν έχει θερμανθεί, που δεν είναι θερμός
    Για να χαρακτηριστεί ως άθερμο ένα λάδι πρέπει να έχει βγει από το ελαιοτριβείο χωρίς η θερμοκρασία του να περάσει τους 28 βαθμούς Κελσίου. (*)
     αντώνυμα: θερμός
  2. που δεν έχει πυρετό
     συνώνυμα: απύρετος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]