άθηλυς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται να μορφοποιηθούν όπως συνηθίζεται στο Βικιλεξικό,
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες.

Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού.


Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

  1. αρρενωπός, αρρενόφρων, ανδρείος (συνήθως για άνδρα)
    • χωρίς θηλυκή χάρη και συμπεριφορά (συνήθως για αντρογυναίκα)
  2. αθήλυκος, αγύναικος, αγυναίκωτος, ακόριτσος, χωρίς θηλυκό, (ως ύβρις: αγύναιος)
  3. χωρίς θηλυκή κλίση