άθλο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

άθλο < αρχαία ελληνική ἆθλον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

άθλο ουδέτερο

  1. → δείτε τη λέξη έπαθλο

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

άθλο ουδέτερο

  1. αιτιατική ενικού του άθλος