άθρεπτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άθρεπτος η άθρεπτη το άθρεπτο
      γενική του άθρεπτου της άθρεπτης του άθρεπτου
    αιτιατική τον άθρεπτο την άθρεπτη το άθρεπτο
     κλητική άθρεπτε άθρεπτη άθρεπτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άθρεπτοι οι άθρεπτες τα άθρεπτα
      γενική των άθρεπτων των άθρεπτων των άθρεπτων
    αιτιατική τους άθρεπτους τις άθρεπτες τα άθρεπτα
     κλητική άθρεπτοι άθρεπτες άθρεπτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

άθρεπτος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

άθρεπτος, -η, -ο


Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]