άθροιση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η άθροιση οι αθροίσεις
      γενική της άθροισης* των αθροίσεων
    αιτιατική την άθροιση τις αθροίσεις
     κλητική άθροιση αθροίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αθροίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

άθροιση < αθροίζω < αθρόος (: άφθονος, μαζικός)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

άθροιση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]