άκαμπτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άκαμπτος | η | άκαμπτη | το | άκαμπτο |
γενική | του | άκαμπτου | της | άκαμπτης | του | άκαμπτου |
αιτιατική | τον | άκαμπτο | την | άκαμπτη | το | άκαμπτο |
κλητική | άκαμπτε | άκαμπτη | άκαμπτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άκαμπτοι | οι | άκαμπτες | τα | άκαμπτα |
γενική | των | άκαμπτων | των | άκαμπτων | των | άκαμπτων |
αιτιατική | τους | άκαμπτους | τις | άκαμπτες | τα | άκαμπτα |
κλητική | άκαμπτοι | άκαμπτες | άκαμπτα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άκαμπτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄκαμπτος
- για τις μεταφορικές έννοιες < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική inflexible
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈa.kam.ptos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐καμ‐πτος
Επίθετο[επεξεργασία]
άκαμπτος, -η, -ο
- που δεν λυγίζει εύκολα
- (μεταφορικά)
- που δεν υποχωρεί εύκολα από ψυχικές πιέσεις
- που είναι αδύνατον να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)