άκανθος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | άκανθος | οι | άκανθοι |
γενική | της | ακάνθου | των | ακάνθων |
αιτιατική | την | άκανθο | τις | ακάνθους |
κλητική | άκανθε | άκανθοι | ||
Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- άκανθος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἡ ἄκανθος < αρχαία ελληνική ὁ ἄκανθος (αγκαθωτό φυτό που το μιμείται το κιονόκρανο).[1] Δείτε και αγκάθι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]άκανθος θηλυκό
- το αγκάθι
- (αρχιτεκτονική, αρχαιολογία) η γλυπτή διακόσμηση του κιονόκρανου κορινθιακού ρυθμού
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ άκανθος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'άμπελος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχιτεκτονική (νέα ελληνικά)
- Αρχαιολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)