άκου

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: -άκου

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈa.ku/
ομόηχο: -άκου

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

άκου

  1. β' ενικό πρόσωπο προστακτικής ενεστώτα του ρήματος ακούω
    εναλλακτική μορφή: άκουγε
  2. β' ενικό πρόσωπο προστακτικής αορίστου του ρήματος ακούω
    εναλλακτική μορφή: άκουσε, αρχαιοπρεπές: άκουσον (ἄκουσον)

Εκφράσεις[επεξεργασία]