Μετάβαση στο περιεχόμενο

άκρια

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η άκρια οι άκριες
      γενική της άκριας των ακριών
    αιτιατική την άκρια τις άκριες
     κλητική άκρια άκριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
άκρια < ἄκρη

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

άκρια θηλυκό

  1. η άκρη
  2. στον πλυθηντικό, οι άκριες, σημαίνουν τις σημαντικές γνωριμίες, τις γνωριμίες με πρόσωπα επιρροής, σε κέντρα αποφάσεων, τα μέσα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]