άκρως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

άκρως < ἄκρως στην καθαρεύουσα και στην αρχαία ελληνική

Επίρρημα[επεξεργασία]

άκρως

  1. ακραία, πάρα πολύ
    Ο άνθρωπος είναι άκρως αυστηρός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]