άλιπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
άλιπος, η, ο
- το μη λιπαρό, που δεν έχει καθόλου λίπος ή έχει ελάχιστο (π.χ. σε σύγκριση με άλλα τμήματα κρέατος από διάφορες περιοχές του σώματος των ζώων)