άμπαλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άμπαλος η άμπαλη το άμπαλο
      γενική του άμπαλου της άμπαλης του άμπαλου
    αιτιατική τον άμπαλο την άμπαλη το άμπαλο
     κλητική άμπαλε άμπαλη άμπαλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άμπαλοι οι άμπαλες τα άμπαλα
      γενική των άμπαλων των άμπαλων των άμπαλων
    αιτιατική τους άμπαλους τις άμπαλες τα άμπαλα
     κλητική άμπαλοι άμπαλες άμπαλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

άμπαλος < α- + μπάλ(α) + -ος

Επίθετο[επεξεργασία]

άμπαλος, -η , -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]