άμπαλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άμπαλος | η | άμπαλη | το | άμπαλο |
γενική | του | άμπαλου | της | άμπαλης | του | άμπαλου |
αιτιατική | τον | άμπαλο | την | άμπαλη | το | άμπαλο |
κλητική | άμπαλε | άμπαλη | άμπαλο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άμπαλοι | οι | άμπαλες | τα | άμπαλα |
γενική | των | άμπαλων | των | άμπαλων | των | άμπαλων |
αιτιατική | τους | άμπαλους | τις | άμπαλες | τα | άμπαλα |
κλητική | άμπαλοι | άμπαλες | άμπαλα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
άμπαλος, -η , -ο
- (προφορικό) που είναι άσχετος με τη μπάλα, με το ποδόσφαιρο, που δεν ξέρει να παίζει μπάλα
- ※ Αλλά δεν υπήρξα ποτέ καλός μέσα στο γήπεδο, άμπαλος κατά την ορολογία του γιου μου (Χριστόφορος Κάσδαγλης, Tο γαμώτο ενός παναθηναϊκού, 2010)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη μπάλα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
άμπαλος
|