άμφιο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | άμφιο | τα | άμφια |
| γενική | του | αμφίου & άμφιου |
των | αμφίων |
| αιτιατική | το | άμφιο | τα | άμφια |
| κλητική | άμφιο | άμφια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- άμφιο < (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἀμφίον < ἀμφιέννυμι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]άμφιο ουδέτερο (συνήθως στον πληθυντικό: άμφια)
- (ενδυμασία, εκκλησιαστικός όρος) η επίσημη στολή κληρικών
- Το συγκεκριμένο ιερατικό άμφιο είναι διαμορφωμένο από δεκατρία φύλλα υπόλευκου βαμβακερού υφάσματος συρραμμένα μεταξύ τους και με κοπή τέτοια, ώστε να σχηματίζεται ένα είδος τραπεζίου με καμπύλες βάσεις. (*)