άνηθος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | άνηθος | οι | άνηθοι |
γενική | του | άνηθου | των | άνηθων |
αιτιατική | τον | άνηθο | τους | άνηθους |
κλητική | άνηθε | άνηθοι | ||
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άνηθος < αρχαία ελληνική ἄνηθον (ουδέτερο)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
άνηθος αρσενικό
- (φυτό) αρωματικό μονοετές φυτό (επιστημονικό όνομα: anethum graveolens - άνηθον το βαρύοσμον) της οικογένειας των Σελινοειδών (Apiaceae)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
άνηθος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
άνηθος
Πηγές[επεξεργασία]
- άνηθος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- άνηθος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964). Μέγα λεξικόν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης. Αθήνα: Ελληνική Παιδεία. Α΄ έκδοση: 1930-1950.