άνηθος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο άνηθος οι άνηθοι
      γενική του άνηθου των άνηθων
    αιτιατική τον άνηθο τους άνηθους
     κλητική άνηθε άνηθοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Άνηθος

Ετυμολογία [επεξεργασία]

άνηθος < άνηθο (ουδέτερο) με μεταπλασμό σε αρσενικό < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἄνηθον [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈa.ni.θos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ά‐νη‐θος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

άνηθος αρσενικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]