άπαγε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἄπαγε

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

άπαγε < αρχαία ελληνική ἄπαγε, βενικό προστακτικής ενεστώτα του ρήματος ἀπάγω

Επίρρημα[επεξεργασία]

άπαγε

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]