άπιστία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: απιστία

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

άπιστία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

άπιστία θηλυκό

  1. έλλειψη εμπιστοσύνης
    1. δυσπιστία, αμφιβολία, υπόνοια
    2. που επιδέχεται αμφιβολία
  2. απιστία, προδοσία, δόλος

Πηγές[επεξεργασία]