άπλοια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἄπλοια

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η άπλοια οι άπλοιες
      γενική της άπλοιας των απλοιών
    αιτιατική την άπλοια τις άπλοιες
     κλητική άπλοια άπλοιες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

άπλοια < λείπει η ετυμολογία ἄπλοια

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

άπλοια θηλυκό

  • η αδυναμία να πλεύσει ένα σκάφος λόγω κακοκαιρίας, οπότε παραμένει αναγκαστικά σε λιμάνι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]