άποψη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | άποψη | οι | απόψεις |
γενική | της | άποψης & απόψεως |
των | απόψεων |
αιτιατική | την | άποψη | τις | απόψεις |
κλητική | άποψη | απόψεις | ||
όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άποψη < αρχαία ελληνική ἄποψις
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
άποψη θηλυκό
- η εικόνα ενός τοπίου όπως φαίνεται από ένα συγκεκριμένο σημείο, συνήθως κάπου ψηλά
- η οπτική γωνία από την οποία βλέπει κάποιος ένα πράγμα, μια υπόθεση, ένα ζήτημα
- η γνώμη που έχει κάποιος για κάτι