άρβυλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈaɾ.vi.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : άρ‐βυ‐λα
- τονικό παρώνυμο: αρβύλα
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
άρβυλα ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του άρβυλο