άρβυλο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το άρβυλο τα άρβυλα
      γενική του άρβυλου των άρβυλων
    αιτιατική το άρβυλο τα άρβυλα
     κλητική άρβυλο άρβυλα
Συνήθως στον πληθυντικό.
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

άρβυλο < αρβύλα (θηλυκό) με μεταπλασμό σε ουδέτερο πληθυντικό «τα άρβυλα» ως πιο αρχαιοπρεπές[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈaɾ.vi.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: άρ‐βυ‐λο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

άρβυλο ουδέτερο συνήθως στον πληθυντικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]