άρει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

άρει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αίρω
  2. θα άρει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αίρω
  3. να άρει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αίρω