άρμα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈaɾ.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : άρ‐μα
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | άρμα | τα | άρματα |
γενική | του | άρματος | των | αρμάτων |
αιτιατική | το | άρμα | τα | άρματα |
κλητική | άρμα | άρματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- άρμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἅρμα. Για τους σύγχρονους όρους, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική char[1]

Ουσιαστικό
[επεξεργασία]άρμα ουδέτερο
- (ιστορία) δίτροχο όχημα που το σέρναν άλογα και χρησιμοποιόταν σε πολέμους, αγώνες ή παρελάσεις
- (στρατιωτικός όρος) θωρακισμένο στρατιωτικό όχημα
- ≈ συνώνυμα: άρμα μάχης, τανκς
- όχημα που παίρνει μέρος σε (μη στρατιωτικές) παρελάσεις ή εκδηλώσεις (π.χ. τις Απόκριες)
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- άρμα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἄρμα < λατινική arma (πληθυντικός "όπλα" που θεωρήθηκε ενικός)[1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]άρμα ουδέτερο
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → και δείτε τη λέξη αρμάδα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] άρμα
|
Ετυμολογία 3
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | άρμα | οι | άρμες |
γενική | της | άρμας | των | αρμών |
αιτιατική | την | άρμα | τις | άρμες |
κλητική | άρμα | άρμες | ||
Ο μεσαιωνικός πληθυνικός, και ἅρμεις | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- άρμα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἅρμα < ιταλική arme[2]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]άρμα θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] άρμα
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- 1 2 άρμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ ἅρμα - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. Τόμος Γ', σελ.195
- ↑ ἅρμα - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κύμα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)