Μετάβαση στο περιεχόμενο

άρμενα

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το άρμενο τα άρμενα
      γενική του άρμενου των άρμενων
    αιτιατική το άρμενο τα άρμενα
     κλητική άρμενο άρμενα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
άρμενα < αρχαία ελληνική ἄρμενα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

άρμενα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]