άρμενα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | άρμενο | τα | άρμενα |
| γενική | του | άρμενου | των | άρμενων |
| αιτιατική | το | άρμενο | τα | άρμενα |
| κλητική | άρμενο | άρμενα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- άρμενα < αρχαία ελληνική ἄρμενα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]άρμενα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (ναυτικός όρος) τα όργανα και τα εξαρτήματα που έχει ένα πλεούμενο
- ※ Δεν είναι λίγοι και αυτοί που διασχίζουν θάλασσες ταμένοι από καιρό, αδιαφορώντας αν θα φιλά την πρύμνη του κακόβουλο το κύμα ή αν μέσα στ'άρμενα τ'αγέρι το σφοδρό δεν πνέει πρίμα, γιατί πιστεύουν δυνατά πως ο Άγιος που τους τραβά έχει τη δύναμη και τα στοιχειά τα φυσικά σαν τις ψυχές να γαληνεύει. (Ευστράτιος Δήσσος, Το Ιστορικό και τα Θαύματα του Ταξιάρχη Μανταμάδου, 2019)